.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ












Υπήρχε ένα άκουσμα στην ψυχή μου, ένα άγγιγμα, ένα ελαφρύ χάδι στη σκέψη μου, στο μυαλό μου. Ναι, ήθελα να έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα, η στιγμή που το όλο γίνεται ένα και στο ένα εμπεριέχεται το όλο. Να έρθει εκείνη η ώρα που η απεραντοσύνη γίνεται ένα συγκεκριμένο μέρος, το Άγιο Όρος, το περιβόλι της Παναγιάς …
Ή ώρα αυτή ήρθε λίγο παράξενα και απροσδόκητα όταν συνάντησα τον φίλο μου Αντώνη το βράδυ στο καφενείο. Εκεί έκλεισε η μεγάλη συμφωνία. Η αρχή του ανοίγματος της ψυχής, της διαδρομής που οδηγεί στο κάλλος, τη μαγεία, την αγαλλίαση, το θαύμα. Μέσα σε πέντε λεπτά μια συζήτηση με τον Αντώνη, τρία τηλεφωνήματα: στο Σταύρο, στη γυναίκα μου, στον πατέρα Ιωσήφ και η συμφωνία έκλεισε. Ο δρόμος άνοιξε διάπλατα τις πύλες του. Το νερό βρήκε το αυλάκι του. Ο εαυτός μου βρήκε εμένα. Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Αύριο το πρωί 4:20 αναχωρούμε για την Ουρανούπολη, όλα είναι κανονισμένα. Απίστευτο κι όμως αληθινό! Ναι είναι αλήθεια! Η ατυχία ενός φίλου, του Φώτη, έγινε η τύχη μου. Ο πηγεμός για την Ιθάκη μου είχε έναν προορισμό με ένα τέλος.


Η ομάδα μας αποτελείται από τον πατέρα Ιωσήφ, το Σταύρο, τον Αντώνη κι εμένα. Η ώρα είναι 4:30 το πρωί. Όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Ναι αναχωρούμε για το Άγιο Όρος, εκεί όπου γίνεται το μεγάλο αντάμωμα, η ψυχή γίνεται ένα με το σώμα και ο καθένας από εμάς γίνεται εμείς, το όλο γίνεται ένα.
Μετά από περίπου τέσσερις ώρες φθάσαμε στην Ουρανούπολη. Εκεί μας περίμεναν άλλα δύο άτομα, ο κυρ Θανάσης και ο κυρ Γιώργος. Ήταν ακριβώς το κομμάτι που έλειπε για να συμπληρωθεί το πάζλ της όμορφης αυτής παρέας.
Στις 11:45 πήραμε το καράβι για το Άγιο Όρος, αφού προηγουμένως είχαμε πάρει τον καφέ μας σ΄ ένα από τα ωραία μαγαζιά της παραλίας και είχαμε κάνει τα τελευταία ψώνια, λίγο ψωμί και λίγο κασέρι. Για τα νηστίσιμα είχε φροντίσει ο πατήρ Ιωσήφ.
Μετά από μια ώρα περίπου με το καράβι, προσεγγίζουμε την παραλία. Ο πατήρ Ιωσήφ είναι ο οδηγός μας, ο Σταύρος η εγγύησή μας: θα βρούμε τον προορισμό μας, δε χανόμαστε. Πολλές φορές σε γνωστά και άγνωστα μέρη, προσέγγισα μια παραλία, αυτήν τη φορά όμως ήταν κάτι το διαφορετικό. Κάτι συνέβαινε μέσα μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Και όμως ήταν αληθινό! Πατούσαμε με τα πόδια μας το Άγιο Όρος! Τι ασεβείς που ήμασταν! Η ψυχή μου αντάμωνε το θείο μέσα από το ανθρώπινο. Τα πόδια μου δεν πατούσαν τη γη. Η καρδία μου σπαρτάριζε. Τι κάλλος θεέ μου! Τι μεγαλοσύνη! Η τελειότητα του τέλειου!!!
Στην ακτή μάς περίμενε ο γέροντας Μάρκος. Ο πατέρας Ιωσήφ και ο Σταύρος είχαν φροντίσει για τη μεταφορά μας και την παραμονή μας στη μονή Κωνσταμονήτου. Την ευλογία του να έχω, αλλά εξαρχής αυτός ο γέροντας δεν έμοιαζε της εικόνας εκείνης που είχα δημιουργήσει μέσα μου. Ήταν κάτι που έμοιαζε περισσότερο με το Ζορμπά, τον ήρωα του Καζαντζάκη. Του ζητήσαμε να περιμένει λίγο για να καθίσουμε να πάρουμε το κολατσιό μας δίπλα στην παραλία μέσα σε μια σπηλιά που παρόμοια δεν πρέπει να βλέπει τόσο συχνά το ανθρώπινο μάτι. Το δέχτηκε με χαμόγελο, ήταν καλός, ευχάριστος και λίγο διψασμένος όπως φάνηκε αργότερα, από λίγο ψωμί, αγγουράκι, ντομάτα και καρπούζι, από τον έξω κόσμο, όπως συνηθίζουν να λένε εκεί μέσα.
Ένα νεαρό άτομο στριφογύριζε γύρω μας όση ώρα έτρωγε ο γέροντας Μάρκος. Πεινούσε ο καημένος, δε μιλούσε, κοίταζε μόνο και του έπεφταν τα σάλια. Δεν τον πρόσεξε κανένας, μας είχε απορροφήσει ο γέροντας με το ιδιόμορφο στυλ του. Τόλμησε όμως και με τη ζεστή και απαλή φωνή του μας ζήτησε λίγο ψωμί, δεν άντεχε άλλο η υπερηφάνεια του. Τύφλα να έχει η υπερηφάνεια μπροστά στην πείνα. Είχε έρθει από την Κέρκυρα και βοηθούσε τους μοναχούς, έτσι τουλάχιστον μας είπε και πρέπει να ήταν αλήθεια γιατί υπήρχαν και άλλοι εκεί. Γλυκό πρόσωπο, ευγενικό, θεϊκό. Όλα μοιάζουν τόσο θεία εκεί μέσα.
Από διάφορα σημεία της σπηλιάς αγναντεύαμε τη θάλασσα. Θαυμάζαμε τους κοκκινωπούς βράχους με τα διάφορα σχήματα και τα πετραδάκια στην ακρογιαλιά. Δεν άντεξα. Πήρα μαζί μου δύο θαυμάσια πετραδάκια για να κρατήσω βαθιά ριζωμένη στο μυαλό μου την εξαίσια εκείνη ομορφιά.
Μετά από λίγη ώρα ανεβήκαμε στο αυτοκίνητο του γέροντα Μάρκου και σε περίπου μισή ώρα φθάσαμε στις πύλες της μονής, όπου θα διανυκτερεύαμε.
Οι καινούριοι της παρέας ήμασταν εγώ και ο Αντώνης οι άλλοι είχαν επισκεφθεί και άλλες φορές το Άγιο Όρος. Προχώρησαν μπροστά. Ο δρόμος γνωστός. Κατά τη συνήθεια των επισκεπτών στο Άγιο Όρος πρώτα ψάχνεις το Αρχονταρίκι. Εκεί γίνεται η εγγραφή εισόδου των επισκεπτών στη μονή. Ο Σταύρος έγραψε τα ονόματά μας στο βιβλίο επισκεπτών. Όπως πάντα, έτσι κι εδώ τα κάνει όλα, προς ανακούφιση βέβαια όλων μας. Έτσι μπορέσαμε να απολαύσουμε το τσίπουρο και το λουκούμι που σερβίρουν οι γέροντες για το ‘καλωσορίσατε’ στη μονή τους. Όσοι ήθελαν μπορούσαν να πιουν και τον καφέ τους με ησυχία και ηρεμία. Εδώ δεν είναι όπως τα ξέραμε, άγχος, αγωνία και βιασύνη ποιος θα προλάβει. Οι γέροντες και οι άλλοι άνθρωποι εδώ είναι ήρεμοι και υπομονετικοί, περιμένουν τη σειρά τους, περιμένουν αυτό που δικαιούνται, γιατί θα το έχουν.
Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι εδώ! Τι να συμβαίνει άραγε; Πώς είναι δυνατόν να αλλάζει η ανθρώπινη συμπεριφορά τόσο εύκολα; Γίνεται μια μετάλλαξη στην ανθρώπινη ψυχή. Το θαύμα γίνεται ήδη από την πρώτη στιγμή. Το θαύμα αυτό περιμένει όλη η ανθρωπότητα για να σωθεί! Να βρει τον πραγματικό της εαυτό και μέσα από την πραγμάτωσή της να φθάσει τον άνθρωπο, το θείο, την αγάπη, την ελευθερία, την αλληλεγγύη, το να νοιάζεσαι για το συνάνθρωπό σου και να φτάνεις στον εαυτό σου μέσα από το εμείς, να γίνεσαι ένα με το όλο!!!
Όλοι οι γέροντες φιλούν με σεβασμό το χέρι του πατέρα Ιωσήφ και ανταλλάσσουν ευχές. «Ευλογείτε!», λέει ο ένας, «Ο Κύριος!», απαντάει ο άλλος. Το καθετί εδώ είναι καινούριο, καινούριοι είμαστε κι εμείς, τα ίδια πρόσωπα με νέα συμπεριφορά και νέους τρόπους. Πράγματι, πόσο διαφέρουμε από τους εαυτούς μας; Πού ήμασταν κρυμμένοι άραγε; Πώς τόσον καιρό δεν μπορούσαμε να ανακαλύψουμε αυτήν την πλευρά του εαυτού μας;
Τακτοποιηθήκαμε. Εκτός από τον πατέρα Ιωσήφ που είχε ξεχωριστό δωμάτιο, οι υπόλοιποι σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Στρώσαμε τα κρεβάτια μας, βάλαμε τα ρούχα μας με τη σειρά και ξαπλώσαμε για να ξεκουραστούμε. «Φτάνει η ξεκούραση!», ακούγεται μετά από λίγη ώρα η φωνή του Σταύρου, «πάμε να φάμε σύκα και στη συνέχεια να μαζέψουμε ρίγανη». Σηκωθήκαμε και ακολουθήσαμε τον οδηγό μας. Φάγαμε τα νόστιμα σύκα και μαζέψαμε αρκετή ρίγανη. Η ώρα είχε περάσει, σε λίγο θα σημάνει εσπερινός, πρέπει να βιαστούμε, να κάνουμε γρήγορα, να προλάβουμε. Σε λίγο αρχίζει ο εσπερινός. Ένας γέροντας χτυπάει το σήμαντρο και γυρίζει μέσα στους χώρους του μοναστηριού. Προειδοποιεί ότι σε λίγο θα αρχίσει ο εσπερινός. Μετά από λίγο η ίδια διαδικασία και ξαφνικά βλέπεις από διάφορα σημεία του μοναστηριού να εμφανίζονται δεκάδες ήρεμοι, ανέκφραστοι γέροντες που με σκυμμένα κεφάλια κατευθύνονται προς την εκκλησία. Τους ακολουθούμε κι εμείς, μπαίνουμε μέσα στην εκκλησία. Αφού χαιρετήσαμε της εικόνες, παίρνουμε θέση και περιμένουμε να αρχίσει ο εσπερινός. Ο πατήρ Ιωσήφ μας εξηγεί για την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας που βρίσκεται μέσα στο ναό. Μια πανέμορφη και πανάκριβη εικόνα, χρυσός και πολύτιμα πετράδια την κοσμούν και την κάνουν ακόμη πιο μεγαλοπρεπή και επιβλητική. Επίσης μέσα στην εκκλησία υπήρχαν και οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας της αντιφωνήτριας και του Αγίου Στεφάνου.
Σε λίγο μπαίνει στην εκκλησία και ο ηγούμενος της μονής ο Αγάθωνας, τον ακολουθεί και ο πατήρ Στέφανος, ένας γλυκός και ευγενικός γέροντας, γνωστός του πατέρα Ιωσήφ και του Σταύρου. Μετά τον γνωρίσαμε κι εμείς από κοντά. Πραγματικά άξιζε τον κόπο.
Άρχισε ο εσπερινός, οι ψαλμωδίες γέμιζαν τον χώρο της εκκλησίας. Απαλοί ήχοι σκορπίζονταν μέσα στο χώρο που μαζί με το τρεμουλιαστό φως των καντηλιών και των κεριών δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που έφθανε στα βάθη της ψυχής σου και άγγιζε απαλά τους κτύπους της καρδιάς σου. Ένας γέροντας ανάλογα με την ευχή και την ψαλμωδία έσβηνε και άναβε συγκεκριμένα καντήλια και κεριά, δημιουργώντας έτσι μια ποικιλότητα που δεν σε κούραζε καθόλου. Σχεδόν σε όλη την διάρκεια του εσπερινού, κατά διαστήματα, όλοι οι γέροντες και κάποιοι λαϊκοί -λαϊκοί είμαστε εμείς- προσκυνούσαν όλες τις εικόνες με τη σειρά. Ο εσπερινός με όλα αυτά που συνέβαιναν δεν ήταν καθόλου κουραστικός, ούτε και για μας ακόμη.
Τελειώνοντας ο εσπερινός, ο ηγούμενος ακολουθούμενος και από τους υπόλοιπους γέροντες ιεραρχικά κατευθύνεται προς την τραπεζαρία. Εκεί υπάρχει ένα τραπέζι στη μέση όπου κάθεται ο ηγούμενος μαζί με τον γέροντα Στέφανο και ακόμη έναν ηλικιωμένο γέροντα. Σ’ αυτό το τραπέζι κάθισε και ο πατήρ Ιωσήφ. Οι υπόλοιποι γέροντες κάθονται με τη σειρά από τη μια πλευρά της τραπεζαρίας και από την άλλη εμείς οι φιλοξενούμενοι. Τα τραπέζια είναι στρωμένα με το φαγητό στα πιάτα και ό,τι άλλο χρειάζεται. Το μενού, το ίδιο για όλους, βραστό με ψιλοκομμένες πατάτες και λαχανικά χωρίς ζουμί, ελιές, μια μεγάλη ντομάτα, φρούτο σταφύλι και κρασί ή νερό. Αφού ευλόγησε ο ηγούμενος χτύπησε το καμπανάκι για να αρχίσουμε να τρώμε και μετά από μερικά λεπτά ξανακτύπησε το καμπανάκι για να μπορούμε να πιούμε νερό ή κρασί. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου ένας από τους γέροντες διάβαζε ένα κείμενο μέχρι που να χτυπήσει ξανά το καμπανάκι που σήμαινε και το τέλος του δείπνου. Δε φεύγει κανείς, περιμένουμε, ανοίγουν οι πόρτες της τραπεζαρίας και ο ηγούμενος μαζί με δύο γέροντες περιμένουν στην έξοδο και ευλογούν στους καλεσμένους τους.
Η ώρα είναι περίπου 7:30. Τώρα αρχίζει η ξενάγηση στους χώρους του μοναστηριού. Πηγαίνουμε μέσα στην εκκλησία όπου φυλάσσονται τα λείψανα των αγίων. Αφού τα τοποθέτησαν επάνω στους ειδικούς πάγκους, άρχισε ο πατήρ Στέφανος να μας μιλάει για την ιστορία του μοναστηριού, για την εκκλησία, για τις εικόνες και για τα λείψανα των αγίων. Στη συνέχεια μας δόθηκε η ευκαιρία να τα δούμε από κοντά και να τα προσκυνήσουμε.
Δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ, ότι θα ένοιωθα τέτοιο δέος και τέτοια αγαλλίαση. Το φως της αλήθειας να πέφτει επάνω μου και οι ουρανοί να ανοίγουν διάπλατα τις αγκαλιές τους. Ζούσα στον κόσμο των ατέρμονων αναζητήσεων και προσδοκιών για το σήμερα και το αύριο, χωρίς βέβαια αυτά να έχουν και τόσο σημασία μέσα στο χρόνο, την αιωνιότητα. Προσέγγιζα τα πάντα μέσα από το ένα, την αιωνιότητα μέσα από τη στιγμή και το Θεό μέσα από τον άνθρωπο. Τι πολλά που υπάρχουν από αυτά τα λίγα που χρειαζόμαστε εμείς!!!
Η ώρα είναι περίπου 8:30 μ.μ. καιρός να πάμε στα δωμάτια μας. Ησυχία παντού, κανείς δεν κυκλοφορεί μέσα στο μοναστήρι. Πήγανε όλοι για ύπνο. Τα μεσάνυχτα αρχίζει η ολονυχτία, στη μια η ώρα θα έρθουν οι καλόγεροι να μας ξυπνήσουν.
Ήρθαν, μας ξύπνησαν και έφυγαν άπραγοι. Μόνο ο πατήρ Ιωσήφ πήγε στην ώρα του και μετά από λίγο και ο Σταύρος, που «διψούσε» όπως φάνηκε, από την επιθυμία να ψάλει στο Άγιο Όρος. Τι μεγάλη τιμή για κάποιον από τον έξω κόσμο να μπορεί να συμμετέχει σε μια τελετουργία του Αγίου Όρους!
Στις 4:30 πήγαμε στη εκκλησία μαζί με τον Αντώνη, προσκυνήσαμε και στη συνέχεια βρήκαμε δύο στασίδια ελεύθερα όπου περάσαμε το υπόλοιπο της νύχτας μέχρι τις δέκα το πρωί. Μεγάλη η νύχτα αλλά ευχάριστη, περίεργη, καινούρια. Προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Οι μελωδικές ψαλμωδίες, σε απαλό και ήρεμο τόνο μας νανούριζαν, κλείναμε τα μάτια μας, πιο εύκολα από ότι τα μωρά όταν η μάνα τους προσπαθεί, μάταια, πολλές φορές να τα νανουρίσει. Πολύχρωμα κανδήλια ρίχνουν το τρεμουλιαστό φως τους επάνω στις αγιογραφίες, δημιουργώντας έτσι ποικιλόμορφες παραστάσεις. Νέα ακούσματα ψαλμών φθάνουν στα αυτιά μας, σε απαλύνουν, σε ηρεμούν σε φέρνουν κοντά στο Θεό, κοντά στον εαυτό σου. Πόσες φορές δεν κινδυνέψαμε να πέσουμε από το στασίδι! Πόσες φορές δεν ήρθε ο γέροντας με το παράξενο θυμιατήρι με τον ιδιόρρυθμο ήχο να μας ευλογήσει. Περίμενε και επέμενε να μας ξυπνήσει για να μας δώσει την ευλογία του. Πλησιάζει η ώρα, σχεδόν 10 π.μ. Η λειτουργία τελειώνει και ο ηγούμενος με τη γνωστή πια διαδικασία μας οδηγεί στην τραπεζαρία. Σήμερα έχουμε ροφό, το πιο επίσημο φαγητό στο Άγιο Όρος.
Με ευλάβεια ζητώ συγνώμη γιατί μέσα στο παραλήρημα των σκέψεών μου και την ποικιλότητα των νέων παραστάσεων παρασύρθηκα και χάθηκα. Χάθηκα γιατί έζησα την ίδια στιγμή δύο φορές, γύρισα στο παρελθόν. Δεν κάνετε καθόλου λάθος και ούτε εγώ τρελάθηκα. Ναι, όταν στον έξω κόσμο η ημερομηνία ήταν 28 Αυγούστου εδώ στο Άγιο Όρος ήταν 15 Αυγούστου. Γιορτάζαμε για δεύτερη φορά το Δεκαπενταύγουστο. Έτσι εξηγείται και ο ροφός στο γεύμα. Αφού φάγαμε και ήπιαμε το νόστιμο κρασί που μας είχαν σερβίρει, ακολουθήσαμε όλοι τον ηγούμενο που μας οδήγησε στην εκκλησία. Εκεί όλοι μαζί γονατιστοί ψάλαμε τον ύμνο στην Παναγία. Τι ψαλμωδία ήταν αυτή! Σε ανέβαζε στους ουρανούς! Σου έδειχνε το δρόμο! Η Αγιορείτικη ψαλμωδία έχει κάτι το δικό της που την κάνει να ξεχωρίζει. Απλή, απαλή, ήρεμη και μελωδική.
Σε λίγο βρεθήκαμε έξω στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί συναντήσαμε και γνωρίσαμε από κοντά τον πατέρα Στέφανο. Εκεί συνάντησα και ένα γέροντα 72 ετών από την Κνίδη Γρεβενών. Συζητήσαμε για αρκετή ώρα, βγήκαμε και μια φωτογραφία. Για 50 ολόκληρα χρόνια δεν είχε βγει ποτέ έξω από το Άγιο Όρος. Πριν από μερικές μέρες, μου είπε, ότι είχε επισκεφθεί το χωριό του και μάλιστα νύχτα. Το ρώτησα αν γνώριζε τον φίλο μου τον Άρη που έκανε και ευρωβουλευτής. Δεν κατάλαβε ούτε το «Άρης» ούτε το «ευρωβουλευτής». Με ρώτησε με απορία τι σημαίνουν και του είπα: «Άρης» βγαίνει από το «Αριστείδης», είναι το όνομα του φίλου μου και «ευρωβουλευτής» ήταν μια έννοια εντελώς άγνωστη γι’ αυτόν. Αυτός ήξερε το βουλευτή και ότι πρέπει να ξέρει και γράμματα. Δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα να τον ρωτήσω και άλλα πράγματα και σταμάτησα.
Εξάλλου κοντά μου ήρθε και ο Σταύρος, όχι της παρέας μας, αλλά ένα ιδιόμορφο άτομο που μέσα του νόμιζες ότι κουβαλούσε τους δαίμονες. Τα μάτια του στριφογύριζαν και οι κόρες των ματιών χάνονταν μέσα στα βαθουλώματα του προσώπου του. Με ρώτησε πώς με λένε και από εκεί και πέρα το όνομά μου έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του. Άρχισε να λέει, «Τάσο, ξέρεις ρε, εγώ είμαι παντρεμένος με την Τζένη Καρέζη»: κάποιος από δίπλα του λέει πως η Καρέζη πέθανε εδώ και χρόνια. Τότε αλλάζει σύζυγο και λέει ότι είναι παντρεμένος με την Καίτη Γκρέη. Για αρκετή ώρα μιλούσε λέγοντας παράξενα γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ. Μπορεί όμως ο Σταύρος να έλεγε και αλήθειες.
Επιτέλους ήρθε το αυτοκίνητο για να μας κατεβάσει στην παραλία και από εκεί να πάρουμε το δρόμο με τα πόδια για το πιο κοντινό μοναστήρι το Διοχειάριο. Στο δρόμο μάθαμε ένα ευχάριστο νέο, ο γιος του Αντώνη πέρασε στο πανεπιστήμιο και ένα δυσάρεστο για τον αδερφό του Θανάση.
Πήραμε το παραλιακό μονοπάτι για να επισκεφθούμε τη μονή Διοχειαρίου. Μια θαυμάσια διαδρομή δίπλα στα κύματα και τα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας. Τι ομορφιά είναι αυτή Θεέ μου! Υπάρχει ακόμη ελπίδα για ζωή! Υπάρχουμε!
Μετά από 55 λεπτά διαδρομής κάνει την εμφάνισή της λες και από θαύμα μετά τους ψηλούς βράχους η θαυμάσια μονή Διοχειαρίου. Επιβλητική, δίπλα στη θάλασσα, αρχοντική θα έλεγα. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε στο πανέμορφο κιόσκι με θέα τη θάλασσα. Αφού μας εξήγησε ο Σταύρος ορισμένα πράγματα για τη μονή του Διοχειαρίου, ξεκινήσαμε για το εσωτερικό του μοναστηριού. Πήγαμε στο αρχονταρίκι όπου πήραμε το καθιερωμένο τσίπουρο με το λουκούμι. Στη συνέχεια ήρθε ένας γέροντας περίπου 25 ετών και μας έκανε ξενάγηση στους χώρους του μοναστηριού. Προσκυνήσαμε τις εικόνες του πανέμορφου ναού και βγήκαμε κάποιες φωτογραφίες στην είσοδο του μοναστηριού, γιατί στον μέσα χώρο απαγορεύονταν οι φωτογραφίες.
Γύρισα στο εσωτερικό του μοναστηριού για να αγοράσω μερικές κάρτες της μονής. Δεν υπήρχε κανείς εκεί και περίμενα ώσπου εμφανίστηκε ένα νεαρός γέροντας. Τον ρώτησα αν είναι κανείς εδώ για να αγοράσω κάρτες κι εκείνος μου απάντησε με χιούμορ, όπως θα απαντούσε ένας λαϊκός: «Τι θέλεις, να σας περιμένουμε με το δίκαννο πότε θα έρθετε εσείς»; Έστειλε όμως κάποιον από τους υπεύθυνους και αγόρασα τις κάρτες που ήθελα.
Στη συνέχεια πήγα στην παραλία και εκεί άνοιξα συζήτηση με έναν γέροντα μόλις 26 ετών. Ετοίμαζε τη βάρκα του για να πάει να ρίξει τα δίχτυα για ψάρεμα. Του είπα πως είμαι από τα Σέρβια Κοζάνης και συγκινήθηκε, αυτός ήταν από την Καστοριά. Από τη συζήτηση κατάλαβα ότι δεν ήταν ακόμη πεπεισμένος γι’ αυτό που έκανε, για το μοναχισμό. Του άρεσε, όπως είπε, να είναι περιπατητής, δηλαδή να πάει από μοναστήρι σε μοναστήρι ώσπου να βρει αυτό που έψαχνε ή να βρει τι είναι αυτό που ψάχνει.
Ο μοναχισμός είναι η μεγαλύτερη θυσία του ανθρώπου για την πίστη του, είναι ο ευτελισμός της σάρκας και η ανόρθωση του πνεύματος. Η σάρκα γίνεται ένα με το πνεύμα, γίνεται πνεύμα και ο άνθρωπός γίνεται ένα με το Θεό, η τέλεια ταύτιση του ανθρώπινου με το θείο. Με ρώτησε τι δουλειά κάνω και του είπα καθηγητής κοινωνιολόγος. Του άρεσε και μου εκμυστηρεύτηκε πως θα ήθελε πολύ να μάθει γράμματα και πως θα του ήταν πολύ χρήσιμα στη μοναχική ζωή του.
Μας είχε πάρει απόγευμα και η διαδρομή της επιστροφής θα ήταν πολύ κοπιαστική. Ευτυχώς ο γέροντας Μάρκος έκανε το θαύμα του. Ήρθε και μας πήρε με το αμάξι του. Ανακούφιση μεγάλη! Τι θα κάναμε άραγε, μια και η νύχτα ήταν πολύ κοντά και ο δρόμος πολύ μακρύς για την επιστροφή στην μονή Κωνσταμονήτου;
Φθάσαμε μετά από μισή ώρα περίπου στον προορισμό μας, αφού πρώτα περάσαμε από τη σκήτη του γέροντα Μάρκου, όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε και μερικά ψώνια. Ο γέροντας Μάρκος αράδιασε μπροστά μας την πραμάτεια του, κομποσκοίνια και έναν μικρό οδηγό για το Άγιο Όρος. Ο Αντώνης κι εγώ αγοράσαμε μερικά για τα παιδιά μας και από έναν οδηγό για να μην είμαστε βαρετοί στο Σταύρο με τις ερωτήσεις μας, αν και για να λέμε την αλήθεια ο Σταύρος μας προλάβαινε και μας εξηγούσε τα πάντα , όπως στα παιδιά στο σχολείο. Καλά ήταν όμως, γιατί πραγματικά διψούσαμε να μάθουμε για το καθετί, να βρούμε τον προσανατολισμό μας.
Πηγαίνοντας για τη μονή, έξω ακριβώς από τη σκήτη του γέροντα Μάρκου, καθότανε επάνω σε κάτι ξύλα ο Χρίστος, ένα ψηλό σοβαρό παιδί με μακριά γένια. Το μυαλό του ήταν φευγάτο πολύ μακριά, στο δικό του κόσμο των άγνωστων περιπλανήσεων και αναζητήσεων του τίποτα ή του όλου, ποιος να ξέρει άραγε; Ο Χρίστος κρατάει βαθιά το μυστικό μόνο για τον εαυτό του.
Το θυμάμαι αυτό το πρόσωπο, στην τραπεζαρία, όταν εμείς τρώγαμε, αυτός καθότανε σιωπηλός και ακίνητος, αγαλμάτινος. Όπως μας είπε ο Σταύρος, δεν έτρωγε ποτέ μαζί με τους άλλους. Τον ρωτούσες: «τι κάνεις Χρίστο, είσαι καλά;» Σε απαντούσε, «όχι, εσύ;» Τον ρώτησε ο Σταύρος αν του αρέσει εδώ. Εκείνος απάντησε, «Καλά είναι, αλλά θα ήθελα να πάω και έξω» και πρόσθετε, «Έξω δεν είναι καλά, εκεί σκοτώνουν, ε;» Το τρίτο παιδί ήταν ο Κώστας ένα υπερκινητικό παιδί που φιλούσε όλη την ώρα τις εικόνες.
Ήρθε η ώρα για τον εσπερινό, το δείπνο και στη συνέχεια για ύπνο: μια καινούργια μέρα αρχίζει αύριο.
Το χθεσινό αύριο είναι το σήμερα του χθες, Τρίτη μέρα της περιοδείας μας στο Άγιο Όρος, το πρωί ξυπνάμε περίπου στις 5 π.μ., πηγαίνουμε στην εκκλησία, παίρνουμε το πρωινό μας φαγητό που για σήμερα ήταν πατάτες με κολοκυθάκια και μελιτζάνες στον φούρνο. Η νηστεία από ότι φαίνεται έχει τελειώσει, σήμερα είχαμε και τυρί άσπρο. Αφού βγήκαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και χαιρετήσαμε κάποιους από τους γέροντες που είχαμε γνωρίσει, πήραμε το αυτοκίνητο για την μονή Δοχειαρίου και από εκεί με τα πόδια στη μονή Ξενοφώντος. Στο Δοχειάριο είχαμε την τύχη να συναντήσουμε πάλι τον γέροντα από την Καστοριά. Είχε μαζέψει τα δίχτυα του και μαζί με έναν ακόμη νεαρό γέροντα καθάριζαν τα ψάρια από το δίχτυ, που δεν ήταν και λίγα, «Καλή ψαριά» μας είπε ο γέροντας που στα χείλη του κρεμόταν όλη την ώρα, που μας μιλούσε το χαμόγελο. Του χαμογελάσαμε και εμείς. Πήραμε την ευλογία του και ξεκινήσαμε για τον επόμενο σταθμό μας.
Μισή ώρα χρειάστηκε για να φθάσουμε στην μονή Ξενοφώντος. Ευχάριστη πεζοπορία δίπλα στα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας. Μεγάλη η ανηφόρα, ξεχαστήκαμε όμως, μας απορρόφησε η μαγεία του τοπίου και οι διηγήσεις του πατέρα Ιωσήφ για το ιστορικό της επόμενης μονής που θα φτάναμε σε λίγο. Βέβαια δεν έλειψαν και οι εμπειρίες του Σταύρου, που είχε επισκεφθεί τη μονή και παλαιότερα. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι βρήκαμε και το δρόμο από την αρχή. Εκεί στα σταυροδρόμια χαθήκαμε για λίγο. Εκεί στα σταυροδρόμια είναι που χάνει ο άνθρωπος τον προσανατολισμό του. Εκεί πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση ποιον δρόμο θα ακολουθήσει. Εκεί είναι που κάνει το μεγάλο λάθος και δεν μπορεί να βρει το δρόμο που τον οδηγεί στην τελειότητα, στον άνθρωπο, στον εαυτό του. Πήγαμε στο λιμάνι και περιμέναμε να έρθει το καράβι που θα μας πήγαινε στη Δάφνη.
Καθόμασταν στην παραλία και θαυμάζαμε τα πεντακάθαρα νερά, φαινόταν ότι η ανθρώπινη αγριότητα δεν είχε βάλει για τα καλά το χέρι της στο Άγιο Όρος. Αγναντεύαμε τη θάλασσα και τα καράβια με τους τουρίστες που περνούσαν αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την παραλία. Το ξέρετε σίγουρα, θα έχετε ακούσει για το άβατο του Άγίου Όρους. Γυναίκες δεν επιτρέπεται να πατήσουν το πόδι τους εκεί.
Περίπου είκοσι λεπτά κράτησε το ταξίδι μας για τη Δάφνη. Στη μικρή αυτή διαδρομή είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά, όχι όμως και να το επισκεφθούμε το παραλιακό Ρώσικο Μοναστήρι. Οι γνωστοί τρούλοι των ρώσικων εκκλησιών καμάρωναν επιβλητικά μπροστά μας, ένα θαύμα αρχιτεκτονικής. Σε θάμπωνε το κάλλος και η μεγαλοπρέπεια του. Συμφωνήσαμε. Το είπαμε σχεδόν όλοι αυθόρμητα την επόμενη φορά θα το επισκεφθούμε.
Φθάνοντας στη Δάφνη παίρνουμε το λεωφορείο για τις Καρυές και από εκεί για τη μονή της Μεγίστης Λαύρας. Δύο ώρες ευχάριστης διαδρομής πάνω στα βουνά και τα καταπράσινα δάση.
Πραγματικά μου έρχεται να τρελαθώ, να μεθύσω από την αστείρευτη αυτή πηγή που ολοένα και περισσότερο γεμίζει την καρδιά μου, την ψυχή μου. Στέρεψε το μυαλό μου, δεν μπορώ να βρω άλλες λέξεις θαυμασμού για να περιγράψω αυτό το καλύτερο που κάθε φορά συναντώ μπροστά μου. Αναρωτιέμαι, υπάρχει κάπου εδώ ένα τέλος της αρχής για το καθετί καινούργιο που ξεπροβάλει μπροστά σου. Να γιατί εδώ μέσα δε σκέφτεσαι τον έξω κόσμο. Γιατί σε κάθε βήμα σου, σε κάθε σου ματιά τριγύρω η σκέψη σου αγγίζει το θείο, δε σου αφήνει περιθώρια για άλλες σκέψεις. Δεν υπάρχει ένα μεσοδιάστημα κενού που θα μπορούσε να σε οδηγήσει κάπου αλλού. Σε κάθε προσπάθεια της σκέψης σου να ξεφύγει, υπάρχει κάτι πιο καινούργιο, πιο θαυμάσιο. Δεν προσπαθείς, κρατάς γερά την σκέψη σου, την ψυχή σου στο Άγιο Όρος, στο Περιβόλι της Παναγιάς.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Συνέχεια- Προσκυνημα στο Άγιο Όρος










Φθάσαμε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, μια μονή κρεμασμένη στην κυριολεξία στους απότομους βράχους και βουτηγμένη μέσα στο καταπράσινο δάσος με θέα την θάλασσα. Η τελειότητα του τέλειου, ο συνδυασμός της φυσικής ομορφιάς και της ανθρώπινης δημιουργίας. Ένα πανέμορφο μέρος. Η κάθε προσπάθειά μου για να περιγράψω το κάλος και τη μαγεία αυτού του τοπίου θα ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να προσφέρω στην κατανόηση της πραγματικής έκφρασης της θείας αυτής ομορφιάς. Πήραμε τα πράγματά μας και ο πατέρας Ιωσήφ τον τουριστικό σάκο στην πλάτη του και μπήκαμε μέσα στη μονή. Αφού περάσαμε από το Αρχονταρίκι για το καθιερωμένο τσίπουρο και το λουκούμι, ο Σταύρος πήρε τηλέφωνο τον ηγούμενο της μονής. Γνωστός, ξέρετε, του πατέρα Ιωσήφ και του Σταύρου: βλέπετε έχουμε τα μέσα και σε αυτό το μοναστήρι. Πήραμε το δρόμο για τα δωμάτιά μας. Τακτοποιηθήκαμε και στη συνέχεια πήγαμε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό.
Πανέμορφη εκκλησία! Κι εδώ το τρεμουλιαστό φως των καντηλιών και των κεριών χαϊδεύει απαλά τις εικόνες και τα πρόσωπά μας δημιουργώντας ένα θαυμάσιο κόσμο από τις ανταύγειες πολύχρωμων εκφραστικών ταξιδιωτών στο χώρο της εκκλησίας. Οι νεαροί καλόγεροι διαβάζουν και στη συνέχεια επαναλαμβάνουν ψάλλοντας οι υπόλοιποι. Ψαλμωδία που αγγίζει την καρδιά της ψυχής σου και σε πάει κοντά στο Θεό, στη γη των ανθρώπων.
Τελειώνοντας ο εσπερινός κατευθυνόμαστε προς την τραπεζαρία. Μπροστά ο ηγούμενος, ψηλός, επιβλητικός, χαρούμενος κι ευγενικός σε προσελκύει, είναι ο αντίθετος πόλος του αρνητικού, που σε τραβάει κοντά του. Αργότερα τον επισκεφθήκαμε στο κελί του, περάσαμε θαυμάσια κοντά του. Συζητήσαμε πολλά ενδιαφέροντα θέματα. Θα ήθελα να τον ξανασυναντήσω. Νομίζω πως θα μπορούσα να του ανοίξω την καρδιά μου. Πλούσιος, αστείρευτη πηγή, πολύπλευρη γνώση και η έκφραση του θείου μαζί με το ανθρώπινο.
Έτσι νοιώθεις εδώ μέσα. Τα πάντα είναι θεία. Το Θεό τον αισθάνεσαι πάντα πολύ κοντά σου, τον βλέπεις δίπλα σου, τον αγγίζει η σκέψη σου, η καρδιά σου, ο άνθρωπος που ανακαλύπτεις μέσα σου.
Μπήκαμε μέσα στην τραπεζαρία. Δεν ελέγχω πια τον εαυτό μου, αν βέβαια υπάρχω και αισθάνομαι την πραγματικότητα ή ζω στη χώρα των θαυμάτων, όπου η περιγραφή του πραγματικού μπορεί να είναι η φαντασίωση του καθενός μας. Δεν αισθάνομαι το χώρο γύρω μου, έχω χαθεί, δεν ξέρω αν μπορώ να κρατηθώ στα πόδια μου, η υπερβολή εδώ γίνεται πραγματικότητα Πεντακάθαρη, μεγαλοπρεπής αίθουσα με μαρμάρινα τραπέζια. Επάνω στα τραπέζια υπάρχουν άφθονα εδέσματα και όπως πάντα το θαυμάσιο Αγιορείτικο κρασί. Απέναντι μας και λίγο πιο πάνω υπάρχει το τραπέζι όπου κάθεται ο ηγούμενος με τον πατέρα Ιωσήφ και γύρω γύρω οι άλλοι γέροντες. Η οροφή και τα τείχη της αίθουσας είναι γεμάτα με παλιές αγιογραφίες. Βρισκόμαστε σε ένα μουσείο. Σήμερα φάγαμε μέσα σε ένα μουσείο. Την ώρα που απολαμβάναμε τα απλά αλλά νόστιμα εδέσματα, ένας γέροντας διάβαζε με καθαρή και μελωδική φωνή κάποια πράγματα που μου άρεσαν πάρα πολύ. Μιλούσε για τη μονή και για τη φιλοξενία. Τα εξηγούσε τόσο ωραία που σου έφερνε όλο και ποιο κοντά στην πίστη σου για το Θεό και τον άνθρωπο, τη δημιουργία και την τελειότητα.
Προσπάθησα να εξηγήσω και να καταλάβω τα περίφημα λόγια του γέροντα που άγγιζαν την ψυχή σου και σου έφερναν μια γλυκιά αναστάτωση στον ανθρώπινό σου κόσμο. Τον ασυμβίβαστο κόσμο της απλής καθημερινότητας με την αποδοχή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής και αφιέρωσή της στον εαυτό σου κοντά στο Θεό. Γιατί άραγε ορισμένοι άνθρωποι διαλέγουν αυτόν τον τρόπο για να πλησιάσουν το Θεό, όταν ο Θεός είναι παντού; Εύκολο ίσως να βρεις μια απάντηση, δύσκολο όμως να το καταλάβεις και ακόμη πιο δύσκολο να το νιώσεις. Για να το καταλάβεις και να το νιώσεις χρειάζεται ίσως να το ζήσεις. Οι απορίες αυτές βέβαια είναι για μας του έξω κόσμου και όχι γι’ αυτούς που το ζουν. Αυτοί που το ζουν, το αγαπούν, το ζουν στην ολότητά του. Είναι ένα και το αυτό.
Στη συνέχεια ακολουθεί η γνωστή ξενάγηση στους χώρους της μονής. Βέβαια εγώ ήδη είχα κάνει μαζί με τον Αντώνη μια περιήγηση γύρω από τη μονή. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε και αλλιώς, είναι τόσο όμορφα εδώ! Είναι ο επίγειος παράδεισος! Είναι η αλήθεια της ζωής! Είναι η ζωή η ίδια που σου χαμογελάει και σου λέει: «Μην κάνεις περίεργες σκέψεις γιατί ο Θεός είναι κοντά σου. Η ζωή σε καλεί εκεί κοντά στην οικογένειά σου, κοντά στους φίλους σου, γιατί ο Θεός είναι παντού».
Μπήκαμε στην εκκλησία. Προσκυνήσαμε τον τάφο του Αγίου Αθανασίου, και τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας της Οικονόμησας και της Κουκουζέλισσας. Στη συνέχεια ακούσαμε το ιστορικό της μονής. Ένας γέροντας μας περιέγραψε τα πάντα. Θυμάμαι ότι μας συμβούλεψε, όταν θα πηγαίναμε να χαιρετίσουμε τα λείψανα των αγίων, να τα φιλήσουμε και όχι αυτό που ως συνήθως κάνουμε οι περισσότεροι, το τυπικό σκύψιμο του κεφαλιού με την προσποίηση ότι τα φιλάμε. Άκουσα την συμβουλή του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένοιωθα τόσο διαφορετικά εκεί μέσα, αν βρισκόμουν βέβαια εκεί. Γιατί το κάθε τι εκεί σε πήγαινε αιώνες πιο πίσω σε άλλες εποχές, σε άλλα πολύ μακρινά μέρη. Ένιωθα ότι ήμουν παρών στην βάφτιση του Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ήμουν εκεί μαζί με την Παναγία όταν σταύρωναν το Χριστό. Ήμουν εκεί στην Πόλη μαζί με τον Μέγα Κωνσταντίνο, τον Νικηφόρο Φωκά. Ναι, όλα αυτά βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία και σε βοηθούσαν να κάνεις αυτό το μακρινό ταξίδι της ψυχικής ανάτασης.
Ο Αντώνης προσκύνησε τα λείψανα και το κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό και έφυγε έξω. (Λένε ότι είναι ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια που σώζονται μέχρι σήμερα). Εγώ είχα ακούσει για τον σταυρό που είχε υψώσει ο Μέγας Κωνσταντίνος αλλά δεν τον έβλεπα πουθενά. Ρώτησα και μου τον έδειξαν. Ένιωσα μια αναστάτωση μέσα μου. Βρέθηκα μαζί με τον Μέγα Κωνσταντίνο στην Πόλη. Όλα τα ιστορικά γεγονότα του βυζαντίου πέρασαν από μπροστά μου. Τότε γεννήθηκε και η ιδέα να επισκεφθώ σύντομα την Πόλη. Μέσα στο παραλήρημα των σκέψεών μου δεν ξέχασα τον Αντώνη. Έτρεξα έξω και του είπα να γυρίσει για να δει και αυτός από κοντά το σταυρό. Του άρεσε πάρα πολύ. Το έδειξε όταν γύρισε πίσω. Ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Τι μεγάλη συγκίνηση για έναν άνθρωπο να βλέπει αυτά τα ανεκτίμητα κειμήλια. Να φιλά τον Τίμιο Σταυρό, εκεί που ακούμπησε το σώμα του Χριστού εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.
Την επόμενη μέρα πήραμε το λεωφορείο για τις Καρυές. Στο δρόμο κάναμε μία μικρή στάση για να προσκυνήσουμε το Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, του πρώτου ασκητή στο Άγιο Όρος. Συναντήσαμε επίσης και τη μονή Ιβήρων, δεν σταματήσαμε όμως. Στις Καρυές είχαμε αρκετή ώρα για να κάνουμε μερικά ψώνια και να προσκυνήσουμε τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί». Ο χρόνος μας έφτασε για να επισκεφθούμε το ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα με τις πολλές και τεράστιες σε μέγεθος καμπάνες.
Αυτές τις ημέρες είδαμε πολλά, ακούσαμε πάρα πολλά και μάθαμε πράγματα που δεν θα είχαμε την πολυτέλεια να τα μάθουμε αν δεν είχαμε κοντά μας τον πατέρα Ιωσήφ και το Σταύρο.
Όπως κάθε τι ωραίο όμως έτσι και αυτή η περιήγηση είχε το τέλος της. Τα ίχνη της έμειναν βαθιά χαραγμένα στη σκέψη μας, στις καρδιές μας. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, θα ξαναρθούμε σύντομα.
Η τελευταία ημέρα είναι ημέρα επιστροφής στον έξω κόσμο. Δεν είναι όμως ημέρα λύπης και αποχωρισμού. Έχεις τόση ευτυχία μέσα σου που σε κάνει να νιώθεις ότι γεύεσαι το ξεχείλισμα της μεταλαβιάς από το άγιο δισκοπότηρο. Δεν αποχωρίζεσαι, δεν αποχαιρετάς, το καθετί εδώ το νοιώθεις μέσα σου, είσαι ένα με αυτό, το κουβαλάς μαζί σου, για πάντα μαζί σου. Έχεις γίνει ένα με το όλο, το Άγιο Όρος, το Περιβόλι της Παναγιάς.